- γλυκοφιλώ
- γλυκοφίλησα, γλυκοφιλήθηκα, φιλώ με στοργή και τρυφερότητα: Η μητέρα μου με γλυκοφίλησε πριν κοιμηθώ.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γλυκοφιλώ — γλυκοφιλάω / γλυκοφιλώ, γλυκοφίλησα βλ. πίν. 58 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
γλυκοφιλώ — ( έω και άω) φιλώ με τρυφερότητα, με αγάπη … Dictionary of Greek
αναρρούσα — και ανερρούσα, η 1. η αναδρομή του κύματος προς τα πίσω 2. η ορμητική κάθοδος του κύματος μετά το χτύπημα σε ψηλό βράχο 3. η δίνη, η ρουφήχτρα που σχηματίζουν τα κύματα όταν χτυπούν μεταξύ τους ή σε βράχο 4. αυτός που εξαφανίζεται μέσα στη δίνη… … Dictionary of Greek
γλυκ(ο)- — και γλυκύ πρώτο συνθετικό λέξεων τής αρχαίας (γλυκύ ), μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από το επίθετο γλυκύς/ γλυκός ή το επίρρ. γλυκά, που δηλώνει ποικιλία σημασιών:1. Γλυκύτητα στη γεύση και, κατ επέκταση, σε οποιαδήποτε άλλη από τις αισθήσεις.… … Dictionary of Greek
ευμορφοφιλώ — εὐμορφοφιλώ και ᾿μορφοφιλῶ (Μ) γλυκοφιλώ … Dictionary of Greek
γλυκοφιλάω — / γλυκοφιλώ, γλυκοφίλησα βλ. πίν. 58 Σημειώσεις: γλυκοφιλάω : η κλίση κατά το θεωρώ (γλυκοφιλείς κτλ.) δε συνηθίζεται στην κοινή νεοελληνική … Τα ρήματα της νέας ελληνικής